Η Αμισός (μετέπειτα Σαμψούντα) ιδρύθηκε από κατοίκους της Μιλητού στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.. Χτίστηκε στο βάθος του κόλπου μεταξύ των ποταμών Άλυος και Ίριος (ή Ίριδος) και αποτέλεσε το μεγαλύτερο Ελληνικό λιμάνι στη Νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου, αμέσως μετά την Σινώπη.
Το 437 π.Χ. μετά την ένταξη της πόλης στην «Αθηναϊκή συμμαχία», η Αμισός μετονομάστηκε σε Πειραιάς. Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.), οπότε και επανήλθε το Αρχαίο όνομα της πόλης. Στη συνέχεια η Αμισός υπήρξε μέρος της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος διέλυσε την Περσική αυτοκρατορία, ελευθέρωσε την πόλη.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιθριδάτη του ΣΤ΄ (132-63 π.Χ.) η Αμισός έγινε η πρωτεύουσα του Βασιλείου του Πόντου. Ο φιλέλληνας Μιθριδάτης ΣΤ΄ προέβη σε μια σειρά ενεργειών με στόχο την πολιτειακή αναβάθμιση και το σταδιακό εξελληνισμό όχι μόνο της Αμισού, αλλά και ολόκληρου του βασιλείου. Μετά την πτώση του Βασιλείου του Πόντου η Σαμψούντα περιήλθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, της οποίας το Ανατολικό κομμάτι μετεξελίχθηκε στη Βυζαντινή. Στα χρόνια του Βυζαντίου η πόλη συνέχισε να ακμάζει έως και την κατάκτηση από τους Οθωμανούς το 1389.
Η Αμισός, πριν την ανταλλαγή είχε περίπου 25.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 12.000 ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. 500 οικογένειες ήταν Ελληνικές και 150 Αρμενικές. Μετά το 1914 άρχισε η ραγδαία ελάττωση του Ελληνικού και Αρμενικού πληθυσμού της Αμισού, εξαιτίας των διωγμών. Τον Σεπτέμβριο του 1922, ως απόρροια των εκτοπίσεων και των βιαιοπραγιών, ο τοπικός Ελληνικός πληθυσμός έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται. Όσοι από τους Έλληνες κατόρθωσαν να επιζήσουν, είτε σε εξορίες και φυλακές, είτε στην πόλη, με την ανταλλαγή ήρθαν στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη.Η απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου του 1919, αποτέλεσε την απαρχή της τελικής φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και έχει ορισθεί ως ημέρα μνήμης των θυμάτων αυτής.